Magyar-Görög szótár »

szer görögül

MagyarGörög
szervezetek jogi formája

νομική μορφή (των) οργανισμών

szervezetek véletlenszerű kibocsátása

τυχαία ελευθέρωση οργανισμών

szervezett

οργανωμένος◼◼◼

szervezettség

οργάνωση◼◼◼

szervező

διοργανωτής◼◼◼

διοργανώτρια

οργανωτής

szerviz

συντήρηση◼◼◼

εξυπηρέτηση◼◼◻

διατήρηση◼◻◻

συνεργείο◼◻◻

θητεία

σερβίτσιο

υπηρεσία

szervusz

γεια

εις υγείαν (eis ygeían), στην υγειά… (stin ygeiá…), ’ς υγεία’ ('s ygeía'), γεια μας (geia mas)

szerzemény

αρπαχτή

szerzetes

αδελφός

καλόγερος

καλόγερος (kalógeros)

μοναστικός

μοναχικός

μοναχός

μοναχός (monachós)

szerzetesi

μοναστικός

μοναχικός

szerzetesrend

διαταγή

σειρά

τάγμα

τάξη

szerzett immunhiányos tünetegyüttes

σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας◼◼◼

szer

δημιουργός◼◼◼

υπέρ◼◼◻

σούπερ μάρκετ◼◻◻

συγγραφέας◼◻◻

συγγράφω

szerződés

συμβόλαιο◼◼◼

συμβόλαιο (το)◼◼◼

μίσθωση◼◼◻

σύμφωνο◼◼◻

78910

Korábban kerestél rá