Hungarian-Greek dictionary »

kés meaning in Greek

HungarianGreek
(el)készít (→ ετοιμάζομαι készülődik, [el]készül)

ετοιμάζω

készítmény

παρασκεύασμα◼◼◼

παρασκευή◼◼◻

παραγωγή◼◼◻

κατασκευή◼◻◻

προετοιμασία◼◻◻

készül

έτοιμος◼◼◼

készültség

ετοιμότητα◼◼◼

készülék

συσκευή◼◼◼

σύστημα◼◼◻

μηχανή◼◼◻

μηχανισμός◼◻◻

μηχάνημα◼◻◻

ομάδα◼◻◻

σκεύος

τέχνασμα

készülődik

ετοιμάζομαι (-στώ)

késés

καθυστέρηση (η, tsz. -εις)◼◼◼

η καθυστέρηση◼◼◻

késő

αργά◼◼◼

πρώην◼◼◻

τελευταίος◼◼◻

μακαρίτης

késő(n)

αργά

később

μετά◼◼◼

εκ των υστέρων◼◼◼

κατόπιν◼◼◻

ακολούθως◼◼◻

ύστερα◼◼◻

έπειτα◼◻◻

λίγο αργότερα◼◻◻

μεταγενέστερος◼◻◻

később hívlak

θα σε πάρω αργότερα

később visszahívom

θα καλέσω αργότερα

később írok egy üzenetet

θα σου στείλω μήνυμα αργότερα

későbbi

αργότερα◼◼◼

εξής◼◼◻

μεταγενέστερος◼◼◻

επόμενος◼◻◻

επακόλουθος◼◻◻

1234

Your history