Hungarian-Greek dictionary »

erő meaning in Greek

HungarianGreek
Erő

Δύναμη◼◼◼

erőd

κάστρο

οχυρό

φρούριο

erőfeszítés

αγώνας◼◼◼

κόπος

erőforrás

μέσα◼◼◼

πόρος◼◼◻

απόθεμα◼◻◻

πόροι/μέσα

erőforrás felhasználás

χρήση πόρων◼◼◼

erőforrás felmérés

αποτίμηση (οικονομική εκτίμηση) πόρου

erőforrás kitermelése

εκμετάλλευση πόρου

erőforrás megőrzése

διατήρηση πόρου

erőforrás tartalék

απόθεμα πόρου

erőforrásgazdálkodás

διαχείριση (των) πόρων

erőforrások

μέσα

πόροι

erőforrások árpolitikája

πολιτική για την διατίμηση των πόρων

erőfölénnyel való visszaélés

κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης◼◼◼

erőleves

ζωμός

erőmérő

δυναμόμετρο◼◼◼

erő

σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας◼◼◼

ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός

erőmű leállítása

χαλάρωση (περιορισμός) λειτουργίας σταθμού

erőművállalat

επιχείρηση ηλεκτρισμού

erős

ισχυρός◼◼◼

έντονος◼◼◼

ανθεκτικός◼◻◻

δυνατός (-ή-ό)◼◻◻

στέρεος◼◻◻

σκληρός◼◻◻

συμπαγής◼◻◻

ακμαίος

γερός

δυνατή / δυνατό

εύρωστος

καυτερός

σθεναρός

στερεός

12