Griechisch | Ungarisch |
---|---|
στους | mellett◼◼◼ |
στους (stous) (m'p), στις (stis) (f'p), στα (sta) (n'p) | |
ανάλυση κόστους-οφέλους | |
απόρριψη στους ωκεανούς | |
αύξηση (του) κόστους | |
δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους ελπίζω (-σω) | |
εσωτερικοποίηση του εξωτερικού κόστους | |
θα χρειαστεί να το στείλουμε πίσω στους κατασκευαστές | |
κυκλοφορία στους ωκεανούς | |
μάλλον γύρω στους 30 | |
μείωση (του) κόστους | |
οι θερμοκρασίες κυμαίνονται στους εικοσιπέντε βαθμους | |
στέγαση χαμηλού κόστους | |
σχεδιασμός ελάχιστου κόστους | |
υγειονομική περίθαλψη στους χώρους εργασίας |