Griechisch | Ungarisch |
---|---|
Δικαστήριο | bíróság◼◼◼ |
δικαστήριο | törvényszék◼◼◼ tárgyalás◼◼◻ |
δικαστήριο (το) | bíróság◼◼◼ |
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | |
δικαστήριο/(ενώπιον της) δικαιοσύνη(ς)/αυλή | |
ανώτατο δικαστήριο | |
Διεθνές Δικαστήριο | |
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) | |
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων | |
το δικαστήριο | bíróság◼◼◼ |