Görög | Magyar |
---|---|
σταθμός | terminál◼◼◼ pont◼◼◻ pályaudvar◼◼◻ |
σταθμός (ο) | állomás◼◼◼ |
σταθμός εργασίας | munkaállomás◼◼◼ |
σταθμός ηλιακής ενέργειας | |
σταθμός λεωφορείων | |
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας | erőmű◼◼◼ |
σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας | |
σταθμός παρακολούθησης (ελέγχου) | |
σταθμός πλήρωσης | |
σταθμός πούλμαν | |
σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας | |
σταθμός τραίνων | |
ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός | |
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας) | hőerőmű◼◼◼ |
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)/ΘΗΣ | |
μονάδα (σταθμός) καθαρισμού | |
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος) | |
μπορείτε να μου πείτε που είναι ο κοντινότερος σταθμός του μετρό; | |
ο σταθμός | állomás◼◼◼ |
παιδικός σταθμός | óvoda◼◼◼ |
παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας) | |
ποιά είναι αυτή η στάση / ποιός είναι αυτός ο σταθμός; | |
ποιά είναι η επόμενη στάση / ποιός είναι ο επόμενος σταθμός; | |
πρατήριο καυσίμων/σταθμός πλήρωσης | |
πυρηνικός σταθμός | atomerőmű◼◼◼ |
πυρηνικός σταθμός ενέργειας | |
πόσο μακριά είναι ο κοντινότερος σταθμός για βενζίνη, φαγητό, τουαλέτες; | |
σημείο/στιγμή/αιχμή/βαθμός/βελόνα/σταθμός | |
σιδηροδρομικός σταθμός | pályaudvar◼◼◼ állomás◼◼◼ |
στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο | |
τερματικός σταθμός | terminál◼◼◼ |