Görög | Magyar |
---|
πηγαίνω (πάω) | jár, megy |
πηγαίνω (πάω, πήγα) | jár |
πηγαίνω (πάω, πήγα) / κάνω εκδρομή | kirándul |
πηγαίνω (πάω, πήγα) με τα πόδια, περπατώ (-άω, -ήσω) | gyalogol |
πηγαίνω (πάω, πήγα) στο σταθμό; (vmeddig) φτάνω (-σω) | eljut |
πηγαίνω (πάω) / κάνω βαρκάδα / βόλτα με τη βάρκα | csónakázik |
(vhova) πηγαίνω (πάω, πήγα), (elindul) φεύγω (φύγω)(+ για vhova), (jön és továbbmegy) περνώ (-άω, -άσω)(+ από vmi mellett) | elmegy |
γυρίζω (-σω) (στο σπίτι), πηγαίνω (πάω, πήγα) (στο σπίτι) | hazamegy |
ξαπλώνω (-σω) (alvás céljából) πηγαίνω (πάω, πήγα) για ύπνο | lefekszik |
πάρε με μαζί σου! (valahova) πηγαίνω (πάω, πήγα) | vigyél el magaddal! |
φεύγω (φύγω) (ταξίδι), πηγαίνω (πάω, πήγα) (ταξίδι) | elutazik |