Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
αγορά▼◼◼◼
φθηνός / φθηνή / φθηνό▼
φτηνός (-ή-ό)▼
στέγαση χαμηλού κόστους▼
τα εισητήρια ήταν πολύ φτηνά▼
αυτό είναι φθηνό▼
έχετε τίποτα φθηνότερο;▼
↑