dicţionar Maghiar-Greac »

olcsó înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
olcsó

αγορά◼◼◼

φθηνός / φθηνή / φθηνό

φτηνός (-ή-ό)

olcsó lakáslehetőség

στέγαση χαμηλού κόστους

a jegyek nagyon olcsók voltak

τα εισητήρια ήταν πολύ φτηνά

ez olcsó

αυτό είναι φθηνό

van valamilyük olcsóbban?

έχετε τίποτα φθηνότερο;