dicţionar Maghiar-Greac »

ó înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
adórendszer

φορολογία◼◼◼

φορολόγηση◼◼◻

adós

οφειλέτης◼◼◼

οφειλέτρια◼◼◻

χρεώστης◼◻◻

adósság

χρέος◼◼◼

οφειλή◼◼◻

υποχρέωση◼◻◻

καθήκον◼◻◻

adósságszolgálat

εξυπηρέτηση χρέους◼◼◼

adózik

πληρώνω (-σω) φόρο

adóztatás

φορολόγηση◼◼◼

φορολογία◼◼◼

adózás

φορολογία◼◼◼

φορολόγηση◼◼◻

aerobiológia

αεροβιολογία

affektáló

προσποίηση

Afrikai Unió

Αφρικανική Ένωση◼◼◼

aggasztó

ανησυχητικό◼◼◼

ανησυχητικός (-ή-ό)

aggódik

ανησυχία◼◼◼

ανησυχώ (-ήσω)

νοιάζομαι

aggódom

ανησυχώ

aggódó

αγχώδης

ανήσυχος

agitáció

αγκιτάτσια

αναβρασμός

αναστάτωση

αναταραχή

agorafóbia

αγοραφοβία

agresszió

επιθετικότητα◼◼◼

επίθεση◼◻◻

agrometeorológia

αγροτική μετεωρολογία

agronómia

αγρονομία◼◼◼

γεωπονία◼◼◼

agronómiai érték

καλλιεργητική αξία

agronómus

γεωπόνος◼◼◼

αγρονόμος

agyrázkódás

διάσειση◼◼◼

5678