dicţionar Maghiar-Greac »

állami înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
állami

κράτος◼◼◼

καθεστώς◼◼◼

δημόσιος◼◼◻

κοινό◼◼◻

κατάσταση◼◼◻

γενικός◼◻◻

βασίλειο◼◻◻

επικράτεια◼◻◻

εθνικός◼◻◻

πολιτεία◼◻◻

κοινός◼◻◻

πολιτειακός

δηλώνω

υπηκοότητα

állami finanszírozás

χρηματοδότηση του δημοσίου

állami haszonvizsgálat

διερεύνηση του χαρακτήρα κοινής ωφελείας

állami iskola

δημόσιο σχολείο

állami kiadás

δημόσιες δαπάνες◼◼◼

állami-magán partnerség

συνεταιρισμός (εταιρική σχέση) ιδιωτών-δημοσίου

állami segély

δημόσια ενίσχυση

állami szektor

δημόσιος τομέας◼◼◼

állami szerződés

δημόσια σύμβαση◼◼◼

állami tengeri terület

τομέας δημόσιας ναυτιλίας

állami tulajdonú víz

χωρικά ύδατα

(állami) támogatás

επίδομα

επιδότηση

επιχορήγηση

állami vizsgálat

δημόσια ερώτηση/ερωτήσεις που υποβάλλονται από το κοινό

állami víziút terület

τομέας δημόσιας ναυσιπλοΐας

Kormány (állami szerv)

Κυβέρνηση◼◼◼

nem-állami tulajdonú víz

μη χωρικά ύδατα