dicţionar Greac-Maghiar »

ηλικία înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
ηλικία

életkor◼◼◼

korosztály◼◻◻

öreg◼◻◻

ηλικία/περίοδος (γεωλογική)/εποχή (αρχαιολογική)

kor

(életkor) η ηλικία, (korszak) η εποχή

kor

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

idős személy

η ηλικία

életkor◼◼◼

παιδική ηλικία

gyermekkor◼◼◼

gyermekkori◼◼◻

σε μεγάλη ηλικία

idős korban