ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

thai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
thai

ταϊλανδός◼◼◼

Ταϊλανδικά◼◻◻

ταϊλανδικά◼◻◻

ταϊλανδή

Ταϋλανδικά

Thai

Ταϊλανδικά◼◼◼

Thaiföld

Ταϊλάνδη (Taïlándi)◼◼◼

thaiföldi

ταϊλανδικά◼◼◼

Το ιστορικό σας