ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szilva σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szilva

δαμάσκηνο (damáskino)◼◼◼

δαμασκηνιά

ερίκι

τζάνερο

szilvafa

δαμάσκηνο

cseresznyeszilva

κορομηλιά

κορόμηλο

datolyaszilva

λωτός◼◼◼

Το ιστορικό σας