ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lőszer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lőszer

πυρομαχικά◼◼◼

πολεμοφόδια◼◻◻

γεμιστήρας

gombaölőszer

μυκητοκτόνο◼◼◼

rovarölőszer ellenálló képessége

ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων

Το ιστορικό σας