Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
ψυχρός▼◼◼◼
δροσερός▼
δροσερός (-ή-ό)▼
είναι δροσερά▼
κρυολόγημα▼
κρύο▼
κρύος▼
ψύχραιμος▼
έχει/κάνει δροσιά/ψύχρα▼
δροσιά (drosiá)▼
↑