ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

atomi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
atomi

ατομικός

biztonsági tartály (atomipar)

ανάσχεση

αναχαίτιση

εγκλωβισμός

συγκράτηση

Το ιστορικό σας