ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στηρίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στηρίζω

támaszt

υποστηρίζω (-ξω)

drukkol

υποστηρίζω (υποστηρίξω)

(+ tárgyeset) támogat vkit, drukkol vkinek

υποστηρίζω ...

én a ... szurkolok