ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
καλλιέργεια | termesztés◼◼◼ kultúra◼◼◻ megművelés◼◻◻ |
καλλιέργεια βολβών | |
καλλιέργεια γεωργικής έκτασης | |
καλλιέργεια θερμοκηπίου | |
καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες | |
καλλιέργεια οπωροφόρων/οπωροκομία | |
καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών | |
αγροκαλλιέργεια | |
αγροκαλλιέργεια (agrokalliérgeia) | |
αρδευτική καλλιέργεια | |
αροτραία καλλιέργεια | |
βιολογική καλλιέργεια | |
βιομηχανική καλλιέργεια | |
βιομηχανική καλλιέργεια/εργοστασιακή κτηνοτροφία | |
δενδροκαλλιέργεια | |
εμπορεύσιμη καλλιέργεια/εμπορεύσιμη συγκομιδή | |
εντατική καλλιέργεια | |
θαλασσοκαλλιέργεια | |
ιχθυοκαλλιέργεια | |
ιχθυοτροφία/ιχθυοκαλλιέργεια | |
μέθοδος καλλιέργειας | |
μικροκαλλιέργεια | |
μικτή καλλιέργεια | |
ξηρική καλλιέργεια | |
οστρακοκαλλιέργεια/καλλιέργεια μυδιών | |
οστρακοκαλλιέργεια/καλλιέργεια στρειδιών | |
πολιτισμός/ (πνευματική) καλλιέργεια/παιδεία/κουλτούρα | |
σύστημα καλλιέργειας | |
τεχνική καλλιέργειας | |
υδατοκαλλιέργεια |