ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βέλος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Βέλος

nyíl◼◼◼

Nyílvessző

βέλος

nyílvessző

βέλος (vélos)

nyíl◼◼◼

Βέλος (αστερισμός)

Nyílvessző csillagkép

Βέλος (όπλο)

Nyíl◼◼◼

Το ιστορικό σας